δεματάκι

δεματάκι
το
μικρό δέμα ή δεμάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δεσμάτιον — δεσμάτιον, το (Α) δεματάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού δέσμα*] …   Dictionary of Greek

  • αγιαστούρα — η δεματάκι από βασιλικό με το οποίο ο ιερέας, βουτώντας το σε αγιασμένο νερό, ραντίζει τους πιστούς και το γύρω χώρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”